Dictionary of Greek. 2013.
θρυλισμός — unmusical sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυλισμόν — θρυλισμός unmusical sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυλιγμός — και θρυλισμός (Α) [θρυλίζω] η παραφωνία … Dictionary of Greek